υδροστρόβιλος — ο 1. μηχάνημα που μετατρέπει την πτώση ή τη ροή του νερού σε κινητήρια δύναμη, υδραυλικός στρόβιλος, υδροκίνητος στρόβιλος. 2. δίνη νερού, ρουφήχτρα, ρούφουλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
στροβιλός — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
υδατοστρόβιλος — ο, Ν 1. στρόβιλος, δίνη νερού 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος] … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
Λοφότεν — (Lofoten). Νησιωτικό σύμπλεγμα (1.227 τ. χλμ.) της Νορβηγίας, στον Ατλαντικό ωκεανό (Νορβηγική θάλασσα). Βρίσκεται ανοιχτά από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας και ΝΔ των νησιών Βεστερόλεν, μεταξύ 67° και 68° βόρειου πλάτους και 11° και 15°… … Dictionary of Greek